- χτίριο
- [хтирио] ουσ. о. здание, строение, постройка,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χτίριο — το βλ. κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτίριο — κτίριο, το και χτίριο, το οικοδόμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτίσμα — το, ατος 1. χτίριο, οικοδόμημα. 2. το δημιούργημα του Θεού, πλάσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)